arraigo - ορισμός. Τι είναι το arraigo
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι arraigo - ορισμός

PÁGINA DE DESAMBIGUACIÓN DE WIKIMEDIA

arraigo         
arraigo
1 ("Tener") m. Situación de arraigado.
2 Circunstancia de tener una persona propiedades o intereses que la unen al lugar donde reside. Raigambre, raíces. Por extensión, circunstancia de ser una persona respetada y estimada en el lugar o círculo en que vive. Se puede reforzar con "mucho" o adverbio semejante.
arraigo         
sust. masc.
1) Acción y efecto de arraigar o arraigarse.
2) Bienes raíces.
arraigo         
Sinónimos
sustantivo
Antónimos
sustantivo
transitoriedad: transitoriedad, inseguridad

Βικιπαίδεια

Arraigo

Arraigo puede referirse a:

  • Arraigo, ballet de Jerónimo Maesso y Víctor Ullate.
  • Arraigo, una medida cautelar en materia procesal penal.
  • Notorio arraigo, estatus jurídico.
  • Arraigo (banda), banda argentina de folk metal.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για arraigo
1. - Documento laboral que demuestre arraigo profesional.
2. En tanto, 26 policías municipales más quedarán bajo arraigo. sgf
3. Quedan bajo arraigo En Magdalena de Kino: VГ­ctor Manuel PГ©rez Castro.
4. El argumento común fue el riesgo de fuga, fundamentado en la falta de arraigo.
5. La segunda, que los jueces mandan a prisión preventiva a todos los extranjeros sin arraigo.
Τι είναι arraigo - ορισμός